λεξικό
κ. σεχταρισμός (ο) ουσ. (θρησκ.) το σύνολο των αρχών και πεποιθήσεων που έχουν τα μέλη σέκτας (βλ. λ.) | προσκόλληση σε μια στενόμυαλη ιδεολογία, δογματισμός και αδιαλλαξία σε απόψεις θρησκευτικές, πολιτικές, φιλοσοφικές, καλλιτεχνικές | (πολιτ.) όρος που χρησιμοποιείται στο εργατικό κίνημα και δηλώνει την απόσπαση ή απομόνωση των επαναστατικών εργατικών οργανώσεων ή κομμάτων από τις εργατικές μάζες.
0 Comments:
Post a Comment
<< Home